- χειρουργικός
- -ή, -ό / χειρουργικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χειρουργός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρουργούς ή στις εγχειρήσεις (α. «χειρουργική επέμβαση» β. «χειρουργικά εργαλεία»)2. το θηλ. ως ουσ. η χειρουργικήιατρική ειδικότητα με αντικείμενο τη θεραπεία κακώσεων, παραμορφώσεων και διαφόρων άλλων παθήσεων με μηχανικές, αναίμακτες ή αιματηρές, επεμβάσεις στο ανθρώπινο σώμανεοελλ.φρ. α) «πλαστική χειρουργική»ιατρ. χειρουργική ειδικότητα με αντικείμενο την αποκατάσταση συγγενών ή επίκτητων δυσμορφιών τών εκτεθειμένων επιφανειών τού σώματος και, κατ' εξοχήν, τού προσώπουβ) «κοσμητική χειρουργική»ιατρ. υποειδικότητα τής πλαστικής χειρουργικής που έχει ως αντικείμενο την εξάλειψη τών εξωτερικών σημείων τού γήρατος αλλά και καταστάσεων που επηρεάζουν δυσμενώς την εξωτερική εμφάνιση, κυρίως τών γυναικώνγ) «χειρουργική επέμβαση»ιατρ. εγχείρησηαρχ.1. επιδέξιος, ικανός στα χέρια2. κατασκευασμένος με το χέρι3. το ουδ. ως ουσ. τὸ χειρουργικόνη χειρουργική.επίρρ...χειρουργικώς / χειρουργικῶς, ΝΑ, και χειρουργικά Νμε εγχείρηση, με χειρουργική επέμβαση.
Dictionary of Greek. 2013.